Σίγουρα όλοι μας έχουμε ακούσει τις εξής – πιο γραφικές και από το Πήλιο – φράσεις: «Χάλασε ο ελληνικός κινηματογράφος», «Δεν υπάρχει ελληνικό σινεμά» ή «Πού είναι η Βλαχοπούλου να τους δείξει πως γίνεται;». Και μάλλον η μερίδα ανθρώπων που τις κρατάνε για καραμέλα στο στόμα δεν έχει ασχοληθεί και πολύ με το σπορ τώρα τελευταία. Γιατί υπάρχουν ακόμα και σήμερα ταινίες που φέρνουν σε πρώτο πλάνο τα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας, κι αυτό δεν μπορεί κανείς να το αμφισβητήσει. Να τες, λοιπόν, με χρονολογική σειρά οι ταινίες των τελευταίων εικοσιπέντε χρόνων που αφορούν την ελληνική πραγματικότητα και πρέπει οπωσδήποτε να έχουμε δει όλοι μας.
ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΜΕΝΕΙ του Νίκου Παναγιωτόπουλου (2000)

Μπαίνει η νέα χιλιετία και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος σκηνοθετεί μία αισθηματική ταινία με κοινωνικές προεκτάσεις, αναφερόμενος στη φτώχια, στην λούμπεν πλευρά της ελληνικής showbiz και στα μπουζούκια της εποχής. Μεταξύ μας, δεν έχουν αλλάξει και καθόλου τα μπουζούκια από τότε. Μόνο το κάπνισμα απαγορεύτηκε.
Μια ταινία που πλέον θεωρείται cult και με τα δίκια της. Θες λίγο το τραγούδι του Κραουνάκη, θες λίγο το κιτς της επαρχίας, θες λίγο η Αθήνα πριν την κρίση, θες λίγο ο Κουρής στα νιάτα του, αυτή η ταινία έχει κάτι που μας κάνει να την αγαπάμε. Μόνο μια Βιτάλη έλειπε να ρίξει ένα «Εγώ τραγούδαγα τα βράδια στα σκυλάδικα σ’ ένα χαμόγελο κρυμμένη και πουλούσα» να αναστενάξουν τα γαρύφαλλα.
Εγώ ένα έχω να πω: αυτή τη μπανιέρα στην ταράτσα που έμπαινε η Μαξίμου και άραζε καπνίζοντας έχοντας όλη την Αθήνα στο πιάτο, ακόμα τη ζηλεύω.
ΤΟ ΚΛΑΜΑ ΒΓΗΚΕ ΑΠ’ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου (2001)

Μια ξεκαρδιστική σάτιρα του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου, με πολλά στοιχία χλευασμού. Γιατί κάτι έπρεπε να θίξει το μελό που είδαμε στα μάτια της Μάρθας Βούρτση, η οποία ήταν για χρόνια η εθνική μας μοιρολογίστρα μέχρι την εμφάνιση της Ρούλας Βροχοπούλου. Αυτή η ταινία τα έχει όλα: ατακάρες, all-star cast, φανταστικά σκηνικά και υπέροχα τραγούδια. Μέχρι και τα τραγούδια είναι σάτιρα στις μουσικές του χρυσού ελληνικού κινηματογράφου. Και περνάει μια ευρεία γκάμα ταινιών από το κόσκινο. Ξεκινά με μία κυρία στα μπουζούκια και καταλήγει σε Γκόλφω και υπολοχαγό Νατάσσα.
Και φυσικά το δίδυμο Άννα Παναγιωτοπούλου και Μίρκα Παπακωνσταντίνου που είναι αστείες στα όρια της γελοίας καρικατούρας θα είναι πάντα χαραγμένο μέσα μας να μας θυμίζει πως η ιντελέξουαλ φετιχοποίηση της ταξικότητας σε ρόλους τύπου Νίκος Ξανθόπουλος και Νίκος Κούρκουλος μάλλον δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα τελικά.
ΤΟ ΣΠΙΡΤΟΚΟΥΤΟ του Γιάννη Οικονομίδη (2003)

Όκει, ίσως ο Οικονομίδης να μην είναι το cup of tea σου. Ίσως αυτή η ταινία να μην είναι και η καλύτερή του. Συμφωνώ. Μα κατάφερε να μας αναστατώσει σε μια εποχή που τα κινηματογραφικά μας ενδιαφέροντα περιορίζονταν στην σεξουαλική ζωή των πλουσίων (βλέπε Safe Sex). Και πράγματι, η ψυχοσύνθεση της ελληνικής κοινωνίας περισσότερο χαρακτηρίζεται από το αθυρόστομο σύμπαν του Οικονομίδη παρά από την σκηνή που η Αριέττα Μουτούση επισκέπτεται το sex shop της Σπεράντζας Βρανά ψάχνοντας για ημίσκληρες.
Και ναι λοιπόν, η επιχειρηματική κάψα του βαρύ φραπεδόμαγκα (Ερρίκος Λίτσης) που επί βαθυπράσινου ΠΑΣΟΚ νόμιζε πως είχε πιάσει την καλή, αποτυπώνεται. Η καγκουριά της εποχής που εξαπλώθηκε σαν λαίλαπα τότε στους μιλένιαλς με τη μορφή των απείθαρχων εφήβων και της ασύστολης συζήτησης περί σεξ, αποτυπώνεται. Και δεν έχει φύγει κι από τότε.
Συμπέρασμα: αυτή η ταινία είναι καλή λόγω της γύμνιας της. Και δε μιλάω για τη γνωστή σκηνή με την Ελένη Κοκκίδου, αλλά για την ξεγύμνωση των κοινωνικών προβλημάτων που συγκάλυπταν τα διακοποδάνεια και η εθνική μας υπερηφάνεια για τους Ολυμπιακούς αγώνες που ακόμα πληρώνουμε. ΠΑΣΟΚ, ωραία χρόνια…
ΣΤΡΕΛΛΑ του Πάνου Κούτρα (2009)

Μια ταινία που άνοιξε την συζήτηση περί τρανς ατόμων και δυσφορίας φύλου, με πραγματικές τρανς γυναίκες στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ο Πάνος Κούτρας μίλησε για την τρανς ορατότητα σε μια εποχή που ο κόσμος δεν ήθελε να το ακούσει. Ήταν πεπεισμένος πως όποιος υποβάλλεται σε φυλομετάβαση είναι υποκεινούμενος από τους εξωγήινους του Υμηττού, που λέει και ένας κοινός μας γνώριμος.
Αυτή η ταινία είναι σαν να ακούμπησε γλυκά πάνω στα μηνύματα ιστορικών παλιών ταινιών όπως η Στέλλα του Κακογιάννη ή τα κόκκινα φανάρια του Γεωργιάδη. Κάτι η απελευθέρωση της καταπιεσμένης γυναίκας (που δε χρειάζεται να είναι και cis), κάτι το εξαναγκασμένο πέρασμα των τρανς γυναικών από τη λεωφόρο Συγγρού και τα υπόγεια του Μεταξουργείου, κάτι ο έρωτας που καμιά φορά δε κοιτάει φύλα, ιστορικά και ηλικίες…
Και φυσικά όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω μια δεύτερη Μπέττυ Βακαλίδου, να είμαι τσιμεντωμένος σε μία πολυθρόνα καπνίζοντας και να σατιρίζω την ερωτολαγνεία των νεανικών μου χρόνων πετώντας που και που κανένα καλιαρντό.
ΠΕΘΑΙΝΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ του Νίκου Καραπαναγιώτη (2009)

Πριν αρχίσεις να κρίνεις, αγαπητέ αναγνώστη, άκουσέ με. Η ταινία, πέραν της αποδόμησης της γνωστής σε όλους ελληνικής οικογένειας που γελοιοποιείται με μία σατιρική διάθεση, μιλάει και για την λύτρωση που μπορεί να βρει ο αδρανής άνθρωπος μέσω του έρωτα. Η Ελένη Ράντου στον ρόλο μιας παραδοσιακής ελληνίδας μάνας που καταπιέζει το παιδί της με την υπερπροστατευτικότητα, η Μάρθα Καραγιάννη ως κουφή γιαγιά που καταπιέζει το παιδί της με την αυστηρότητα και ο Φάνης Μουρατίδης ως αφελής τροχονόμος και πατέρας που καταπιέζει το παιδί του με την αδιαφορία.
Με λίγα λόγια, όλοι καταπιέζουν όλους σε αυτό το σπίτι και κάποια στιγμή έρχεται ένας καθηγητής φυσικής να κάνει ιδιαίτερο στον γιό της οικογένειας γιατί το παιδί δε το ‘χει. Ε, ο γιός και η μάνα ερωτεύονται τον καθηγητή. Ο καθηγητής ερωτεύεται την μάνα. Η μάνα και ο καθηγητής τα φτιάχνουν. Κι από εκεί και πέρα αυτό το τουρλουμπούκι αντί να ξεμπλεχτεί, μπλέκεται ακόμα περισσότερο. Γιατί, κακά τα ψέματα, έτσι είναι η ζωή μας.
Ειδική μνεία στην Μάρθα Καραγιάννη ωσάν κουφή γερόντισσα που αφήνεται πειραματόζωο στα χέρια του ενδιαφερόμενου περί κομμωτικής εγγονού της. Και τα χτενίσματα πάνε κι έρχονται. Άλλοτε μαλλί Bon Jovi, άλλοτε μαλλί Καρβέλλα.
Μια ταινία που αγκαλιάζει τον θάνατο, την τρίτη ηλικία, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την αφέλεια, τον έρωτα και την πληγή που αφήνει. Και εγώ με τη σειρά μου ομολογώ πως πάντα θα κλαίω ακούγοντας την ατάκα «σημασία δεν έχει για ποιόν πεθαίνει κανείς, αλλά για ποιον ζει».
ΚΥΝΟΔΟΝΤΑΣ του Γιώργου Λάνθιμου (2009)

Ναι, κι εμένα μου πέφτει βαρύς ο τόσος μεταμοντερνισμός που εμπεριέχουν οι ταινίες του Λάνθιμου. Συμφωνώ πως δεν είναι για όλους. Η συγκεκριμένη ταινία αποδομεί (και αυτή) την παραδοσιακή οικογένεια που, ομολογουμένως, αυτήν ξέρουμε, αυτήν εμπιστευόμαστε, αυτήν αποδομούμε.
Κάτι παιδάκια που δε βγαίνουν από το σπίτι, που νομίζουν πως τα ζόμπι είναι λουλούδια, η θάλασσα είναι η δερμάτινη πολυθρόνα του σαλονιού και το αιδοίο κάτι σαν πολυέλαιο, αλλά μικρότερο. Θυμίζει λίγο Τζόρτζ Όργουελ.
Η υποκριτική προσέγγιση είναι ιδιαίτερη. Σαν χριστουγεννιάτικη γιορτή πρώτης δημοτικού σε κάποιο εναλλακτικό ιδιωτικό σχολείο κάπου στην Γλυφάδα. Και τα πλάνα επίσης ιδιαίτερα. Βαριά κουλτούρα, ενδοφλέβεια. Θα μπορούσα να πω πως η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί μια γροθιά στο κατεστημένο. Αλλά τόσο κουλτουριάρικα αντί να χτυπήσεις το κατεστημένο, χτυπάς εν τέλει το κεφάλι σου. Με δύναμη. Στον τοίχο.
Αλλά ας αποδεχτούμε με ένα στόμα, μια φωνή πως η συγκεκριμένη ταινία ήταν κάτι που προηγουμένως δεν είχαμε δει. Ίσως γιατί δε χρειαζόταν… Αλλά αφού τώρα έγινε το πράγμα, ας κάτσουμε να το δούμε! Για την πρωτοπορία ρε γαμώτο!
ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΜΕΡΙΚΗΣ του Γιάννη Σακαρίδη (2016)

Τατουάζ, παρανομία, ξενοφοβία, μετανάστευση και κίνδυνος. Αυτό είναι το περιβάλλον της ταινίας, που διαδραματίζεται σε μια γειτονιά κοντά στην γνωστή σε όλους Αθηναϊκή πλατεία, την πλατεία Αμερικής.
Η ταινία θίγει όλους τους λόγους που φοβόμαστε να περάσουμε μετά τις δώδεκα το βράδυ από τα στενά που πλαισιώνουν την Πατησίων. Και θίγει και εμάς ταυτόχρονα που φοβόμαστε τόσο πολύ, λες και οι υπόλοιπες περιοχές της Αθήνας είναι μια δεύτερη Ελβετία. Πολύ επίκαιρη η ταινία ακόμα και τώρα και πραγματικά αναφέρεται στο σήμερα, στις αρχές μιας εποχής που οι ιστορικές ταινίες αρχίσαν να επισκιάζουν την πραγματικότητα. Ωραία και η ιστορία, αλλά αυτή τη Μικρασιατική καταστροφή πόσες φορές ακόμα να την γυρίσουμε;
Ο Μάκης Παπαδημητρίου στον ρόλο ενός φανερά ενοχλημένου από την λαθρομετανάστευση ανθρώπου, με τον Ερρίκο Λίτση ως πατέρα του και την αγαπημένη μου Θέμιδα Μπαζάκα ως μητέρα του. Ο Γιάννης Στάνκογλου λίγο πιο πονόψυχος. Όντας τατουατζής, εκτελεί και λίγο χρέη ψυχολόγου σε κάθε πελάτη του.
Γενικά, η ταινία εκφράζει την σαπίλα της σημερινής κοινωνίας, σε μια χώρα που πλαισιώνεται από γειτονικούς πολέμους και τον απόηχο της οικονομικής κρίσης. Πολύ σημαντικό εγχείρημα που προσεγγίζει με ιστορικότητα την σημερινή εποχή. Με μια φανέρωση της πραγματικότητας. Πολύ ωραίο αυτό.
SUNTAN του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου (2016)

Το ελληνικό καλοκαιράκι… Αντηλιακό, παραλία, πετσέτα, έρωτας και μια δόση θρίλερ. Γιατί με τόσα κουνούπια και τόση ζέστη στην Ελλάδα, κάθε ταινία για το καλοκαίρι θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται θρίλερ.
Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος μας γνωρίζει έναν γιατρό (Μάκης Παπαδημητρίου) που λίγο πριν τα σαράντα καταλήγει στην Αντίπαρο να κάνει το αγροτικό του. Κάπου μέσα στα Αντιπαριώτικα γλέντια του καλοκαιριού και τις Αντιπαριώτικες παραλίες, ο Παπαδημητρίου γνωρίζει μια νέα κοπέλα, την Έλλη Τρίγγου, που του έρχεται στο ιατρείο επειδή έπεσε από ένα μηχανάκι. Κι έτσι ο Παπαδημητρίου αποφασίζει να ζήσει αυτά που δεν έζησε στα νιάτα του, μαζί και έναν έρωτα.
Πολύ ωραίες ερμηνείες και πολύ δυνατά περάσματα (Μαρία Καλλιμάνη, Γιάννης Τσορτέκης, Παύλος Ορκόπουλος, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Γιάννης Οικονομίδης, Αργύρης Πανταζάρας).
Εξαιρετική η αποτύπωση του Ελληνικού καλοκαιριού, χωρίς να ωραιοποιείται. Η αλήθεια είναι πως από το σινεμά είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε μια ιδεαλιστική απεικόνιση αυτού, γιατί πρέπει να διαφημιστεί το όνειρο στους τουρίστες. Όλοι θυμόμαστε, άλλωστε, την Μελίνα να βουτάει στο λιμάνι του Πειραιά και την Αλίκη με το στρώμα της το μονό. Άντε, και την Μέριλ Στριπ να τραγουδάει ABBA κάπου στη Σκόπελο.
Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΗΣ του Νίκου Λαμπό (2018)

Σε αυτήν την ταινία βλέπουμε την συγκλονιστική Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου να δίνει ρεσιτάλ πιάνοντας δουλειά ως καθαρίστρια σε ένα εμπορικό κέντρο. Γενικά, η πρωταγωνίστρια, ούσα αγράμματη και μητέρα που ποτέ δε δούλεψε στη ζωή της, χαίρεται ιδιαίτερα για τη σύμβαση ορισμένου χρόνου που υπογράφει καθώς και για τις απλήρωτες υπερωρίες της.
Πέραν της πλάκας, όμως, αυτή η ταινία αποτυπώνει πολύ ωραία την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων που ποτέ δεν είχαν την ευκαιρία ή τα προσόντα να εργαστούν και ζούνε εξαρτημένοι οικονομικά από ανθρώπους με τους οποίους τους ενώνουν τελειωμένες διαπροσωπικές σχέσεις που διατηρούνται εξαιτίας των χρημάτων.
Και γι’ αυτό στην συγκεκριμένη ταινία, η εγκλωβισμένη στον παραδοσιακό και παρωχημένο ρόλο της νοικοκυράς γυναίκα, αναγκάζεται να δουλέψει και αρχίζει να έχει πάτημα επάνω στον κακοποιητικό άνδρα της. Δηλαδή η απελευθέρωση μιας γυναίκας μέσω της εργασίας της… Μιας εργασίας με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και απλήρωτες υπερωρίες. Στο σωματείο, γρήγορα!
ΜΑΓΝΗΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ του Γιώργου Γούση (2021)

Για να πω την αλήθεια μου, δυσκολεύομαι να πιστέψω πως ο Ευτύχης Μπλέτσας δεν είχε καμία σχέση με αυτήν την ταινία. Ένα road trip με την Έλενα Τοπαλίδου και Αντώνη Τσιοτσιόπουλο. Low budget η ταινία, το σενάριο κατά βάση αυτοσχεδιαστικό. Κι αυτή είναι και όλη η γλύκα της ταινίας, γιατί μπορεί να θυμίζει κακό vlog που τραβάει κάποιος μαθητής σε πενθήμερη, αλλά είναι αληθινή, κι αυτό είναι εμφανές καθόλη τη διάρκεια της ταινίας.
Η vintage αισθητική προσέγγιση, τα πλάνα που φωνάζουν επαρχία, το μαύρο παλτό της Τοπαλίδου ασορτί με τα μαύρα της γυαλιά, τα πειραγμένα χρώματα και η ξεφτισμένη εικόνα λες και η ταινία ήταν για χρόνια σε ένα συρτάρι με σκόρους και τερμίτες να τρώνε το φιλμ, προσμετράνε πολύ στο να θεωρηθεί η ταινία instant classic και cult.
Και φυσικά με άγγιξε η Έλενα Τοπαλίδου σε ένα λίγο ξεκούρδιστο πιάνο να τραγουδάει το ρεμπέτικο «Θέλω να πάψεις να γελάς, θέλω να κλαις» σαν να είναι πρωταγωνίστρια σε κάποιο jazz bar ή καμπαρέ της δεκαετίας του σαράντα. Και φυσικά θέλω κι εγώ ένα μισό μαύρο μισό φουξ αμάξι. Και φυσικά θέλω κι εγώ να γνωρίσω τον έρωτα με έναν τέτοιο σουρεάλ τρόπο.
Γενικά, η ταινία είναι όλα αυτά τα τυχαία που ελπίζουμε να ζήσουμε κάποια στιγμή και φυσικά ποτέ δε τα ζούμε γιατί αυτά που συμβαίνουν στο σινεμά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική ζωή. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ίσως και να ανταποκρίνονται και απλώς εγώ να είμαι άτυχος…